- συνεχίζω
- συνέχισα, συνεχίστηκα, εκτελώ χωρίς διακοπή κάτι: Συνέχισε την ίδια τακτική. – Συνεχίζεται ο πόλεμος. – Συνεχίζει την παράδοση.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
συνεχίζω — συνεχίζω, συνέχισα βλ. πίν. 33 (και ως απρόσ. συνεχίζει) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
συνεχίζω — ΝΜΑ [συνεχής] νεοελλ. (αμτβ.) 1. (για γεγονότα, καταστάσεις ή καιρικά φαινόμενα) εξακολουθώ να γίνομαι ή να υπάρχω (α. «η απεργία συνεχίζεται» β. «η κακοκαιρία θα συνεχιστεί και αύριο») 2. (στο γ εν. πρόσ.) συνεχίζεται (για ανάγνωσμα ή τηλεοπτική … Dictionary of Greek
συνεχιζομένων — συνεχίζω persist pres part mp fem gen pl συνεχίζω persist pres part mp masc/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχιζόντων — συνεχίζω persist pres part act masc/neut gen pl συνεχίζω persist pres imperat act 3rd pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχισθέντα — συνεχίζω persist aor part pass neut nom/voc/acc pl συνεχίζω persist aor part pass masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχίζει — συνεχίζω persist pres ind mp 2nd sg συνεχίζω persist pres ind act 3rd sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχίζοντα — συνεχίζω persist pres part act neut nom/voc/acc pl συνεχίζω persist pres part act masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχίζουσι — συνεχίζω persist pres part act masc/neut dat pl (attic epic doric ionic) συνεχίζω persist pres ind act 3rd pl (attic epic doric ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχιζούσης — συνεχίζω persist pres part act fem gen sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συνεχιζόμενα — συνεχίζω persist pres part mp neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)